- βεβορβορωμένος
- βορβορόωmake muddyperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βορβορώνω — (AM βορβορῶ, όω, Μ και βορβορώνω) [βόρβορος] 1. λερώνω με βόρβορο, βρομίζω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) βεβορβορωμένος, η, ο κυλισμένος στον βούρκο («προσῆλθε γυνὴ δυσώδης και βεβορβορωμένη») … Dictionary of Greek